- Κερκόπορτα
- Μικρή πύλη της Κωνσταντινούπολης, γνωστή από την Άλωση (1453). Μέσω της Κ., η οποία είχε ξεχαστεί ανοιχτή, οι Τούρκοι εισέβαλαν στις 29 Μαΐου 1453 τα ξημερώματα και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλόκερκος — ο (Μ ξυλόκερκος) (στο Βυζάντιο) το θέατρο που ήταν κατασκευασμένο από ξύλο μσν. ως κύριο όν. μία από τις πύλες τής Κωνσταντινούπολης, η Κερκόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρκος* «ουρά τών ζώων»] … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Τάσος — (Σαλιχλί Μικράς Ασίας 1913 – 1994). Λογοτέχνης. Επιδόθηκε κυρίως στη συγγραφή μυθιστορημάτων και διηγημάτων και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του (κρατικά βραβεία λογοτεχνίας και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Ακόμα, υπήρξε αξιόλογος… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek